- μικρόσπλαγχνος
- μικρό-σπλαγχνος, ον,A with small viscera, Gal.5.318: [comp] Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικρόσπλαγχνος — μικρόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που έχει μικρά σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
μικρόσπλαγχνος — with small viscera masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροσπλαγχνότατοι — μικρόσπλαγχνος with small viscera masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροσπλάγχνους — μικρόσπλαγχνος with small viscera masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek